ξηρός

ξηρός
-ά,-όν + A 11-4-15-4-8=42 Gn 1,9(bis).10; 7,22; Ex 4,9
dry Gn 1,10; bare Jb 24,19; ἡ ξηρά (γῆ) dry land Gn 1,9; τὸ ξηρόν dry land (opp. of sea) Ex 4,9
ἄγρωστις ξηρά dry grass, hay Is 9,17; χόρτος ξηρός id. Is 37,27; ἐποίησεν τὴν θάλασσαν ξηράν he made the sea dry Ex 14,21; μαστοὶ ξηροί dry breasts, breasts that do not suckle Hos 9,14
Cf. HARL 1986a, 90(Gn 1,9); →NIDNTT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξηρός — dry masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — ή, ό βλ. ξερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ξηρός, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821 από το Κλήμα της Δωρίδας. Πήρε μέρος σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις υπό τις διαταγές του Σκαλτσόδημου. Σκοτώθηκε το 1824 πολεμώντας στην περιοχή Πέντε Όρια …   Dictionary of Greek

  • ξηρότερον — ξηρός dry adverbial comp ξηρός dry masc acc comp sg ξηρός dry neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηροτάτω — ξηρός dry masc/neut nom/voc/acc superl dual ξηρός dry masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηροτάτων — ξηρός dry fem gen superl pl ξηρός dry masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηροτέραις — ξηρός dry fem dat comp pl ξηροτέρᾱͅς , ξηρός dry fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηροτέρων — ξηρός dry fem gen comp pl ξηρός dry masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρόν — ξηρός dry masc acc sg ξηρός dry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρότατα — ξηρός dry adverbial superl ξηρός dry neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”